- Νέδα
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη της Αρκαδίας και κόρη του Ωκεανού, από την οποία, σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία του ο ομώνυμος ποταμός της Πελοποννήσου. Η N., μαζί με άλλες νύμφες, είχε παραλάβει τον Δία από τη Ρέα και τον είχε αναθρέψει.IIΟνομασία δύο οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας.2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης.* * *Νέδα, ἡ (Α)ονομασία χειμάρρου στην Αρκαδία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Νέδα θα μπορούσε να συνδεθεί με άλλα ονόματα ποταμών, πρβλ. Νέστος (< *Ned-to), νέο άνω γερμ. Nette, αρχ. ινδ. nadĩ «ποταμός» και πιθ. το αρχ. ινδ. ρ. nadati «κυλώ με θόρυβο, παφλάζω». Απίθανη θεωρείται η σύνδεση τού τ. με τα: αρχ. σαξ. nat, αρχ. άνω γερμ. naz καιγερμ. naβ «υγρός». Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρούνται το τοπωνύμιο nedowota και το ανθρωπωνύμιο nedawata, που θεωρούνται συγγενή].
Dictionary of Greek. 2013.